σπογγαλιεία

σπογγαλιεία
η
αλιεία σφουγγαριών: Οι περισσότεροι κάτοικοι της Καλύμνου ασχολούνται με τη σπογγαλιεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπογγαλιεία — η, Ν η αλιεία τών σπόγγων, η απόσπασή τους από τον βυθό, η συγκέντρωση και η πρώτη φάση κατεργασίας τους μέσα στα σπογγαλιευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπογγαλιεύς. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • Κάλυμνος — I Νησί (111,14 τ. χλμ., 16.441 κάτ.) του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, Β της Κω και Ν της Λέρου, της οποίας αποτελεί συνέχεια· τα νησάκια που βρίσκονται μεταξύ τους (Βελόνα, Γλαρονήσι, Διαπόρι) είναι τα υπολείμματα της ξηράς που καταβυθίστηκε. Το… …   Dictionary of Greek

  • Παχουνδάκης, Αδαμάντιος — (1877 – 1944). Ο πρώτος Έλληνας υδροβιολόγος. Kαταγόταν από την Κρήτη, αλλά γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παράλληλα με την υδροβιολογία, ασχολήθηκε και με την παλαιοντολογία. Η ανακοίνωσή του για τη γεωλογική σύνθεση περιοχής της… …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτής — ο [βουτώ] 1. ο δύτης 2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία 3. κλέφτης, λωποδύτης 4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπογγαλιεία («σπογγαλιευτικό επάγγελμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το σπογγαλιευτικό ναυτ. ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο πλοίο που είναι προορισμένο για την αλιεία τών σπόγγων και χαρακτηρίζεται,… …   Dictionary of Greek

  • σπογγοθηρικός — ή, όν, Α [σπογγοθήρας] το θηλ. ως ουσ. ἡ σπογγοθηρική η τέχνη τού σπογγοθήρα, σπογγαλιεία …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπηδούσα ή Λαμπεδούσα — (Lampredusa e linosa). Νησί (5.725 κάτ. το 2001) της Ιταλίας. Είναι το μεγαλύτερο μιας συστάδας νησιών που στην αρχαιότητα ονομάζονταν Πελάγιοι νήσοι. Βρίσκεται 210 χλμ. ΝΑ της Σικελίας, μεταξύ Μάλτας και Τυνησίας. Πρόκειται για ηφαιστειογενές… …   Dictionary of Greek

  • Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχάμες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελείται από περίπου 700 νησιά και νησίδες, που βρίσκονται ΝΑ της πολιτείας Φλόριντα των ΗΠΑ και Α της Κούβας.Διασκορπισμένες σε μια θαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από 1.000 τ. χλμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”